- καπνεμπόριο
- τοεμπόριο καπνών.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καπνεμπορικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο καπνεμπόριο ή στον καπνέμπορο … Dictionary of Greek
καπνοπαραγωγός — ό 1. αυτός που παράγει μεγάλες ποσότητες καπνού για την καπνοβιομηχανία και το καπνεμπόριο («η Ελλάδα είναι καπνοπαραγωγός χώρα») 2. το αρσ. ως ουσ. ο καπνοπαραγωγός κτηματίας που ασχολείται με την καπνοκαλλιέργεια και παράγει καπνά. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
Ζηρίνης, Ιωάννης — (Μαρώνεια Θράκης 1869 – Αθήνα 1924). Εθνικός ευεργέτης. Η οικογένειά του κατοικούσε στη Σμύρνη και από εκεί μετέβη, το 1910, στη Δρέσδη, όπου ο Ζ. επιδόθηκε με επιτυχία στο καπνεμπόριο. Το 1924 ήρθε στην Αθήνα, όπου και πέθανε. Με δωρεά του… … Dictionary of Greek